- αντιμετωπίζω
- -ισα, -ίστηκα, αποκρούω κάτι ή κάποιον, αντιπαλεύω: Τον τελευταίο καιρό αντιμετωπίζει μεγάλες οικονομικές δυσκολίες.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αντιμετωπίζω — αντιμετωπίζω, αντιμετώπισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αντιμετωπίζω — (Μ ἀντιμετωπῶ, έω) στέκομαι αντιμέτωπος, αποκρούω κάποιον νεοελλ. 1. αντεπεξέρχομαι, τα βγάζω πέρα 2. υπομένω θαρραλέα ή καρτερικά μια δύσκολη κατάσταση. [ΕΤΥΜΟΛ. < αντιμέτωπος. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
απαντώ — (AM ἀπαντῶ άω) [αντάω] 1. συναντώ 2. δίνω απάντηση, αποκρίνομαι αρχ. μσν. 1. αντιμετωπίζω, αποκρούω (σε μάχη) 2. αντιμετωπίζω, αντικρούω κάποιον (σε δικαστήριο) αρχ. 1. φθάνω σ έναν τόπο 2. παρουσιάζομαι ένοπλος, μετέχω σε συγκέντρωση οπλισμένων… … Dictionary of Greek
έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης … Dictionary of Greek
αντιμετώπιση — η η πράξη του αντιμετωπίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αντιμετωπίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Στέφ. Κουμανούδη] … Dictionary of Greek
αντεπεξέρχομαι — (Α ἀντεπεξέρχομαι) νεοελλ. ανταποκρίνομαι σε ανάγκες ή υποχρεώσεις, αντιμετωπίζω με επιτυχία, τα βγάζω πέρα αρχ. αντεπιτίθεμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < αντι + επεξέρχομαι. Ο τ. ανταπεξέρχομαι με εξακολουθητική αφομοίωση του ε σε α ή από παρετυμολογική… … Dictionary of Greek
αντικοττώ — ( άω και έω) (Μ ἀντικοττῶ) εναντιώνομαι, ανθίσταμαι νεοελλ. 1. προσατενίζω, αντικρύζω, αντιμετωπίζω 2. ακτινοβολώ 3. αντηχώ 4. ερεθίζω 5. κατηγορώ μσν. συναγωνίζομαι μ επιτυχία … Dictionary of Greek
αντικρύζω — [αντίκρυ] 1. βρίσκομαι αντίκρυ 2. βλέπω κάποιον ή κάτι απέναντι μου 3. συναντώ 4. βλέπω κατά πρόσωπο, αντιμετωπίζω 5. αντιλέγω, αυθαδιάζω 6. ισοσκελίζω τα έσοδα και τα έξοδα («αντικρύζω τα έξοδα μου») … Dictionary of Greek
αντιπαλαμώμαι — ἀντιπαλαμῶμαι ( άομαι) (Μ) αντιμετωπίζω με δολοπλοκίες τις δολοπλοκίες κάποιου άλλου … Dictionary of Greek
αντισούμαι — ἀντισοῡμαι ( όομαι) (Α) αντιμετωπίζω κάποιον με ίσους όρους … Dictionary of Greek